1 Οκτωβρίου 2012

πέθανε ο καινοτόμος, βρετανός, μαρξιστής ιστορικός, Eric Hobsbawm

"Ο Ερικ Χομπσμπάουμ ανήκει στον κύκλο των βρετανών μαρξιστών ιστορικών που δραστηριοποιήθηκαν στον ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο λίγο μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο και μπόλιασαν την ιστορική έρευνα με μια σειρά εντελώς καινοτόμων για την εποχή μεθόδων και εργαλείων έρευνας"
Σας προτείνουμε να διαβάσετε:

 Το παραπάνω βιβλίο μπορείτε να το βρείτε σε ηλεκτρονική μορφή εδώ!

Βασισμένο στην προσωπική εμπειρία και παρατήρηση, το βιβλίο του Eric Hobsbawm αποτελεί ορόσημο τόσο για την κατανόηση του εικοστού αιώνα όσο και για τις προσδοκίες μας για τον επόμενο. Πόλεμοι, επαναστάσεις, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές εξεκλίξεις, οι μεγάλοι παράγοντες που διαμορφώνουν τις ιστορικές τάσεις που προκαλούν την ανάδυση, την παρακμή και πτώση των καθεστώτων, διαπλέκονται σε μια πανοραματική ιστορική σύνθεση.
Ακολουθούν:
  • ένα κείμενο της Έφης Γαζή - λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας- σχετικά με τη συμβολή του Hobsbaum στην επιστήμη της Ιστορίας. 
  • κείμενο του ιδίου, με τίτλο "περί της παρακμής των αυτοκρατοριών". Το κείμενο είναι απόσπασμα ενός έργου που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 2009 από τις εκδόσεις Andre Versaille και τη « Monde Diplomatique ». 
Οι εποχές του Eric Hobsbawm
* Αν σκεφτεί κανείς τα «συναρπαστικά χρόνια» της ζωής του βρετανού ιστορικού, θα διαπιστώσει ότι ο Χομπσμπάουμ έρχεται από πολύ μακριά και ταξιδεύει τόσο με το έργο όσο και με τη συνολική δραστηριότητά του «στις ταραγμένες θάλασσες της ιστορίας»
Σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του στο αμερικανικό πολιτικό περιοδικό Counterpunch με τίτλο «The Empire Expands, Wider and still Wider» (Ιούνιος 2003), o Ερικ Χομπσμπάουμ συγκρίνει τη σύγχρονη αμερικανική αυτοκρατορία, όπως την αποκαλεί, με τη βρετανική του 19ου αιώνα και αναδεικνύει τις διαφορές τους. Επισημαίνοντας τους κινδύνους που δημιούργησε, κατά την κρίση του, η απώλεια του αντίπαλου δέους της Σοβιετικής Ενωσης στον πλανητικό γεωπολιτικό άξονα, ο Χομπσμπάουμ σημειώνει κάπως μελαγχολικά εν κατακλείδι ότι στις παρούσες συνθήκες η αμερικανική αυτοκρατορία θα κλονιστεί μόνο αν ενεργοποιηθεί μια καλώς εννοουμένη «αίσθηση του συμφέροντος» και αν αναπτυχθεί η μόρφωση. Λέγεται συχνά ότι η απαισιοδοξία διαποτίζει τα κείμενα του Χομπσμπάουμ, τα τελευταία χρόνια. Οι θέσεις του ογδονταεπτάχρονου βρετανού ιστορικού φτάνουν στα αφτιά πολλών νεοτέρων του ανθρώπων ως κράμα μιας απόπειρας να λειανθούν οι αιχμηρές γωνίες της μεταπολεμικής πολιτικής πραγματικότητας και μιας νοσταλγίας για τις παλιές, καλές ημέρες των «ευγενών στόχων».
Δεν είναι μόνο βιαστική και άστοχη μια τέτοια εκτίμηση. Είναι επίσης συνολικά υπονομευτική ενός από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του έργου και της παρακαταθήκης του Χομπσμπάουμ, δηλαδή της βαθιάς αίσθησης της ιστορικότητας των πραγμάτων και της κατανόησης των διαδικασιών συγκρότησης των ιστορικών υποκειμένων και των δράσεών τους. Αν σκεφτεί κανείς τα «συναρπαστικά χρόνια» της ζωής του βρετανού ιστορικού, θα διαπιστώσει ότι ο Χομπσμπάουμ έρχεται από πολύ μακριά και ταξιδεύει τόσο με το έργο όσο και με τη συνολική δραστηριότητά του «στις ταραγμένες θάλασσες της ιστορίας».

Γεννημένος το 1917 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο εβραϊκής καταγωγής ιστορικός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της δημιουργικότητας και της πολυμορφίας της διασπορικής κουλτούρας. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Βιέννη και στο Βερολίνο, εγκατέλειψε την πόλη κατά την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, συνέχισε τις σπουδές του και τελικώς εγκαταστάθηκε στη Βρετανία, ανέπτυξε τη σκέψη, το έργο και τη δραστηριότητά του έξω από σύνορα και φραγμούς. Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από την πρώτη διδασκαλία του Χομπσμπάουμ στο Κολέγιο Birkbeck του Λονδίνου όπου άρχισε τη σταδιοδρομία του. Σε αυτόν τον μισό αιώνα, το έργο του σφράγισε τη σύγχρονη ιστοριογραφία και ευρύτερα τη διανοητική παραγωγή κυρίως μέσα από τρεις δρόμους:

A. Ο Ερικ Χομπσμπάουμ ανήκει στον κύκλο των βρετανών μαρξιστών ιστορικών που δραστηριοποιήθηκαν στον ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο λίγο μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο και μπόλιασαν την ιστορική έρευνα με μια σειρά εντελώς καινοτόμων για την εποχή μεθόδων και εργαλείων έρευνας. Αμφισβητώντας τόσο την ανελικτική αντίληψη της ιστορίας των Ουίγων όσο και έναν στενό οικονομικό ντετερμινισμό, οι βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί εισηγήθηκαν και καλλιέργησαν μια εξαιρετικού εύρους και πυκνότητας κοινωνική ιστορία, η οποία επικεντρώθηκε στις διαδικασίες αλλαγής και μετασχηματισμών στην ιστορία, στην αναζήτηση των κοινωνικών δυνάμεων που υποκινούσαν τη μεταβολή σε κάθε ιστορική στιγμή και στην ανάδειξη της εμπειρίας των κοινωνικών υποκειμένων συνδυάζοντας την κοινωνικο-οικονομική με την πολιτισμική ανάλυση. H διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν αλλά και ανάμεσα στην ιστορία και στην πολιτική αποτελεί από τα κεντρικά χαρακτηριστικά αυτού του κύκλου των ιστορικών που δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στο Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. H έκδοση του περιοδικού Past and Present τo 1952 αποτύπωσε αυτή την προβληματική ενώ η ευρύτητα των θεμάτων και των προσεγγίσεών του συνέβαλε στην καθιέρωσή του ως ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Αν και οι περισσότεροι συνοδοιπόροι του Χομπσμπάουμ αποστασιοποιήθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία, ο ίδιος παρέμεινε στον πολιτικό του χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι προσδιόριζε πάντα την κομμουνιστική ιδεολογία του ως κεντρο-ευρωπαϊκή περισσότερο παρά βρετανική με την έννοια της έμφασης στον αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού ως καθοριστικού συστατικού στοιχείου της ενώ υπογράμμιζε την προσκόλλησή του σε ένα οικουμενικό απελευθερωτικό όραμα.

B. Το έργο του Ερικ Χομπσμπάουμ αποτελεί εμβληματική απόπειρα ερμηνείας και κατανόησης της ιστορίας του νεότερου και σύγχρονου κόσμου με έμφαση στη διαδικασία του μετασχηματισμού. Κυρίως η πολυδιαβασμένη και πολυμεταφρασμένη τετραλογία του, H Εποχή των Επαναστάσεων (MIET 1990), H Εποχή του Κεφαλαίου (MIET 1994), H Εποχή των Αυτοκρατοριών (MIET 2000) και H Εποχή των Ακρων (Εκδ. Θεμέλιο 1995), είναι μια μνημειώδης σύνθεση απειράριθμων και πολύμορφων κοινωνικο-οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών φαινομένων σε μια συγκροτημένη και διαυγή ιστορική αφήγηση όπου κυριαρχεί η διαλεκτική της συνύπαρξης της μικρο- με τη μακρο-κλίμακα μέσα στους καθοριστικούς χωρο-χρονικούς άξονες της ιστορικής αλλαγής. Οι εποχές του Χομπσμπάουμ εγγράφουν την πορεία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου σε μεγάλους χρονικούς κύκλους και προτείνουν την έννοια του μετασχηματισμού ως κεντρικό αναλυτικό και ερμηνευτικό εργαλείο. H μελέτη του εθνικισμού σε συγκριτικό επίπεδο και σε βάθος χρόνου αποτέλεσε επίσης ένα δεύτερο μεγάλο πεδίο έρευνας για τον Χομπσμπάουμ και κατέληξε στην έκδοση έργων που θεωρούνται πλέον κλασικά στο είδος τους, όπως Εθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα (Εκδ. Καρδαμίτσα 1994) και The Invention of Tradition (1983).

Γ. Ο διαρκής στοχασμός του Ερικ Χομπσμπάουμ για τη σχέση του μαρξισμού με την ιστορία, ο οποίος αποτυπώνεται σε διαφορετικά έργα όπως, για παράδειγμα, το δοκίμιο H συμβολή του Καρόλου Μαρξ στην επιστήμη της ιστορίας (Μνήμων 1981) εμπλούτισε συνολικά το πεδίο της ιστορικής θεωρίας. Ο Χομπσμπάουμ αφενός αντιτάχθηκε στην αγοραία μαρξιστική ανάλυση και αφετέρου υπογράμμισε πολλές φορές ότι η μαρξιστική ιστορία «παίρνει τον Μαρξ ως αφετηρία της και όχι ως τερματισμό της» συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πλουραλιστικής οπτικής αλλά και στη συνομιλία της μαρξιστικής με τη μη μαρξιστική ιστορία. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν ότι το έργο τόσο του ίδιου όσο και συνολικά των βρετανών μαρξιστών ιστορικών έχει μπολιάσει τον κεντρικό κορμό της σύγχρονης ιστοριογραφίας και έχει υποκινήσει ποικίλες συσχετικές κριτικές προσεγγίσεις στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.

Ο Ερικ Χομπσμπάουμ έχει επισημάνει ότι η άνοδος του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη των νεανικών χρόνων του καλλιέργησε μέσα του την εντύπωση «ότι η ιστορία τον άφηνε απ' έξω». Στην αυγή του 21ου αιώνα, έπειτα από παραπάνω από πενήντα χρόνια λόγου και πράξης, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι σίγουρα έκτοτε δεν επέτρεψε στην ιστορία να συμβαίνει ερήμην του.
Επίτιμος διδάκτωρ στο ΑΠΘ

Το έργο και η προσφορά του Ερικ Χομπσμπάουμ θα τιμηθούν με την αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. H τελετή αναγόρευσης θα γίνει αύριο Δευτέρα 11 Οκτωβρίου, στις 19.00, στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ. Ο τιμώμενος Eric J. Hobsbawm θα δώσει διάλεξη με θέμα «Σκέψεις ενός ιστορικού για το τέλος των αυτοκρατοριών».
Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.




Το φαινόμενο ΗΠΑ

Περί της παρακμής των αυτοκρατοριών


Η Ισπανία του 16ου αιώνα και η Ολλανδία του 17ου αποτέλεσαν ισχυρές αυτοκρατορίες. Η Μεγάλη Βρετανία, όμως, από τον 18ο ώς τα μέσα του 20ού αιώνα και, έκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι τα μοναδικά παραδείγματα παγκοσμιοποιημένων αυτοκρατοριών, πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές διάσπαρτες σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτοκρατορίες οι οποίες μπορούν να τρέφουν φιλοδοξίες σε διεθνές επίπεδο χάρη σε ένα γιγαντιαίο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων.

Η Μεγάλη Βρετανία χρωστούσε τη δύναμή της στην υπεροχή του στόλου. Οι ΗΠΑ στη δυνατότητα καταστροφής μέσω βομβαρδισμών. Εν τούτοις, οι στρατιωτικές νίκες δεν στάθηκαν ποτέ αρκετές για να εγγυηθούν την εσαεί επιβίωσή τους. (...) Η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες επωφελήθηκαν από ένα πρόσθετο πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας : κυριάρχησαν αμφότερες στη διεθνή βιομηχανία, χάρη στον σημαντικό μηχανισμό παραγωγής τους που τις έκανε « εργαστήρια του κόσμου ». Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1920 και, εν συνεχεία, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ κάλυπτε το 40% του πλανήτη. Σήμερα, ακόμα, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 22% και 25%. Οι δύο αυτοκρατορίες είχαν γίνει επίσης πρότυπα τα οποία προσπαθούσαν να αντιγράψουν οι άλλες χώρες. Βρίσκονταν στο σταυροδρόμι της ροής των διεθνών συναλλαγών, οι αποφάσεις τους σχετικά με την οικονομία και το εμπόριο καθόριζαν το περιεχόμενο, τον όγκο και την κατεύθυνση της ροής αυτής. Τέλος, οι δύο χώρες έχουν ασκήσει μια δυσανάλογα μεγάλη πολιτιστική επιρροή, κυρίως χάρη στην εντυπωσιακή εξάπλωση της αγγλικής (...)
Πέρα από αυτά τα κοινά σημεία, όμως, υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Η πλέον εμφανής έγκειται στο μέγεθός τους. Η Μεγάλη Βρετανία είναι νησί, όχι ήπειρος, και δεν είχε ποτέ σύνορα -με την αμερικανική έννοια. Αποτέλεσε τμήμα διαφόρων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών : κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μετά την κατάκτηση της Νορμανδίας και, για ένα σύντομο διάστημα, όταν η Μαρία Τιδόρ παντρεύτηκε τον Φίλιππο τον Β’ της Ισπανίας, το 1554. Δεν υπήρξε ποτέ το κέντρο αυτών των αυτοκρατοριών. Μόλις η χώρα άρχιζε να πλεονάζει πληθυσμιακά, προωθούσε τη μετανάστευση ή ίδρυε αποικίες, μετατρέποντας τα βρετανικά νησιά σε σημαντική πηγή εξαγωγής Βρετανών.
Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, ήταν και είναι, κυρίως χώρα υποδοχής που γέμισε τις απέραντες εκτάσεις της χάρη στην αύξηση του πληθυσμού της όσο και στα μεγάλα κύματα μεταναστών τα οποία έως τη δεκαετία του 1880 προέρχονταν βασικά από την Ανατολική Ευρώπη. Μαζί με τη Ρωσία, είναι οι μόνες αυτοκρατορίες που δεν γνώρισαν ποτέ τη διασπορά. (...) Λογικό επακόλουθο μιας εξάπλωσης που βασίζεται στη καθολική, σχεδόν, ταύτιση ανάμεσα στη χώρα και στην ήπειρο : αυτή είναι η αμερικανική αυτοκρατορία.
Στους ευρωπαίους μετανάστες που ήταν συνηθισμένοι σε υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, οι αμερικανικές εκτάσεις πρέπει να φαίνονταν απέραντες και συγχρόνως έρημες. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε από τον ολικό σχεδόν αφανισμό των αυτοχθόνων πληθυσμών μέσω ασθενειών τις οποίες μετέδιδαν οι έποικοι είτε ακούσια είτε ηθελημένα. (...)
Μια άλλη διαφορά με τη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη γενικότερα, είναι ότι οι Αμερικανοί δεν είδαν ποτέ τη χώρα τους ως κομμάτι ενός διεθνούς συστήματος που απαρτίζεται από έθνη ανάλογης ισχύος.
(...) Η αμερικανική ηγεμονία δεν θα μπορούσε να λάβει εκτός του ηπειρωτικού της εδάφους τη μορφή της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας ή της Κοινοπολιτείας. Εφόσον δεν είχε στείλει εποίκους στα πέρατα του κόσμου, δεν μπορούσε να αφήσει πίσω της κτήσεις, εκείνες τις λευκές αποικίες που, είτε συμπεριλαμβάνοντας τους αυτόχθονες πληθυσμούς είτε όχι, κέρδιζαν σταδιακά την αυτονομία τους, όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Νότια Αφρική.
Μετά τη νίκη των Βορείων και αφότου οποιαδήποτε αποσχιστική απόπειρα από την Ένωση είχε καταστεί αδιανόητη σε νομικό, πολιτικό, ακόμα και ιδεολογικό επίπεδο, η αμερικανική δύναμη θα μπορούσε να εκδηλωθεί εκτός συνόρων μόνο μέσω ενός συστήματος δορυφορικών ή υποτελών κρατών.

Η δικιά τους ελευθερία

Η τρίτη θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες είναι ότι οι ΗΠΑ γεννήθηκαν μέσα από μια επανάσταση η οποία είχε ίσως τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις επαναστάσεις που ενέπνευσαν οι ελπίδες του Αιώνα του Διαφωτισμού. Εάν επρόκειτο να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία, αυτό θα το επιτύγχαναν με τη μεσσιανική αντίληψη ότι η « ελεύθερη » κοινωνία τους ήταν ανώτερη από όλες τις άλλες, επομένως ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνουν πρότυπο για ολόκληρο τον κόσμο. Όπως σωστά κατάλαβε ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, ο πολιτικός προσανατολισμός ενός τέτοιου εγχειρήματος θα είχε κατ’ ανάγκην έναν φιλολαϊκό χαρακτήρα και θα στρεφόταν κατά της αριστοκρατίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η Αγγλία και η Σκοτία έκαναν τις δικές τους επαναστάσεις τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Μόνο που εκείνες οι επαναστάσεις δεν άντεξαν στον χρόνο.
Ανακυκλώθηκαν μέσα σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς που εκσυγχρονίστηκε μεν, παρέμεινε, ωστόσο, αγκυλωμένο στην ιεραρχία και τις ανισότητες, και τα ηνία του ώς τον 20ό αιώνα κρατούσαν κάποιες μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν βεβαίως πεπεισμένη για την ανωτερότητά της έναντι των άλλων κοινωνιών, όμως δεν είχε τη μεσσιανική αντίληψη ούτε τη θέληση να προσηλυτίσει τους ξένους λαούς στον βρετανικό τρόπο διακυβέρνησης ή, έστω, στον προτεσταντισμό. Η βρετανική αυτοκρατορία δεν στήθηκε από τους ιεραπόστολους ούτε γι’ αυτούς.
Η τέταρτη διαφορά είναι ότι, από την εποχή του Doomsday Book, [1] τον 11ο αιώνα, το βασίλειο της Αγγλίας -και, μετά το 1707, η Μεγάλη Βρετανία- συστάθηκε γύρω από ένα πολύ συγκεντρωτικό δικαστικό σύστημα και μία συγκεντρωτική κυβέρνηση, που το καθιστούσαν το αρχαιότερο έθνος στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, η ελευθερία είναι αντίπαλος της κυβέρνησης και μάλιστα κάθε κρατικής εξουσίας η οποία κωλύεται σκόπιμα από τον διαχωρισμό των εξουσιών. (...)
Ας μην λησμονούμε και άλλη μία βασική διαφορά : την ηλικία των δύο χωρών. Τα έθνη-κράτη, περισσότερο από μία σημαία κι έναν ύμνο, έχουν ανάγκη από ιδρυτικούς μύθους τους οποίους πρέπει να αναζητήσουν στην ιστορία τους. Όμως, οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμα ιστορία από την οποία θα μπορούσαν να αντλήσουν τέτοιους μύθους, σε αντίθεση με την Αγγλία, τη Γαλλία της επανάστασης ή ακόμα και την ΕΣΣΔ. Η Αμερική δεν είχε αρχαιότερους προγόνους από τους πρώτους άγγλους εποίκους, τη στιγμή που οι Πουριτανοί είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως μη Ινδιάνοι και οι ιθαγενείς, όπως και οι σκλάβοι, αποκλείονταν εξ ορισμού από τον « λαό » στον οποίο αναφέρονταν οι ιδρυτές πατέρες του έθνους.
(...) Τέλος, καθώς οι ΗΠΑ είχαν ταχθεί εναντίον των Άγγλων κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ο μόνος σύνδεσμος με την αρχέγονη πατρίδα περιοριζόταν στη γλώσσα.
Η αμερικανική εθνική ταυτότητα δεν μπορούσε, επομένως, να οικοδομηθεί πάνω σε ένα κοινό παρελθόν με τη Μεγάλη Βρετανία, ακόμα και πριν από την εισροή μη αγγλοσαξόνων μεταναστών. Θα μπορούσε να στηριχτεί μόνο στην επαναστατική της ιδεολογία και τους νεότευκτους δημοκρατικούς θεσμούς της. Τα ευρωπαϊκά έθνη στην πλειονότητά τους έχουν γείτονες και εχθρούς απέναντι στους οποίους αυτοπροσδιορίζονται.
Οι ΗΠΑ, η οντότητα των οποίων δεν απειλήθηκε ποτέ, με εξαίρεση τον πόλεμο της απόσχισης, δεν δύνανται να προσδιορίζουν τους εχθρούς τους με βάση την ιστορία τους, γεγονός που τους αφήνει μόνο το ιδεολογικό επίπεδο : όσους, δηλαδή, απορρίπτουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Με τις αυτοκρατορίες συμβαίνει ό,τι και με τα κράτη. (...) Η αυτοκρατορία, είτε με την αυστηρή είτε με την ανεπίσημη έννοια, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας και της παγκόσμιας ισχύος της. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ για τις ΗΠΑ, που η σημαντικότερη απόφασή τους ήταν να μην γίνουν ένα κράτος μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ένας γίγαντας ηπειρωτικών διαστάσεων. Η γη ήταν εκείνη που έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξή τους, όχι η θάλασσα.

Ομοιότητες με τη Ρωσία

(...) Οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μεγαλύτερες ομοιότητες με τη Ρωσία, που και αυτή εξάπλωσε την επιρροή της μέσα από αχανείς πεδιάδες, « από τη μία θάλασσα στην άλλη », από τη Βαλτική ώς τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ειρηνικό. Όσοι και αν δεν αποτελούσαν αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ θα παρέμεναν το πολυπληθέστερο έθνος του δυτικού ημισφαιρίου και το τρίτο σε παγκόσμια κλίμακα.
(...) Κάτι ακόμα πιο σημαντικό... Καθώς η βρετανική οικονομία είχε εμπλακεί στις περισσότερες διεθνείς συναλλαγές, η αυτοκρατορία αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας τον 19ο αιώνα. Ως τη δεκαετία του 1950, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των τεράστιων βρετανικών επενδύσεων είχαν για προορισμό τις αναπτυσσόμενες χώρες. Και κατά τον μεσοπόλεμο, οι περισσότερες από τις μισές εξαγωγές με αφετηρία τη Μεγάλη Βρετανία κατευθύνονταν προς τις περιοχές που ανήκαν στη ζώνη της βρετανικής επιρροής.
Με την εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία θα πάψει να είναι το εργαστήρι του κόσμου, θα διατηρήσει, ωστόσο, πρωταγωνιστικό ρόλο στο δίκτυο των διεθνών μεταφορών. Θα παραμείνει ο έμπορος και ο τραπεζίτης του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και ο σημαντικότερος εξαγωγέας κεφαλαίου. (...)
Οι ΗΠΑ δεν διατήρησαν ποτέ μια τόσο συμβιωτική σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Αλλά, καθώς είναι μακράν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της υφηλίου, διατηρούν σημαντική βαρύτητα χάρη και μόνο στο τεράστιο μέγεθος της εσωτερικής τους αγοράς. Τα επιτεύγματα στους τομείς της τεχνολογίας και της οργάνωσης της εργασίας τις κατέστησαν πρότυπο από τη δεκαετία του 1870 και, κυρίως, τον 20ό αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αμερική έγινε η πρώτη κοινωνία μαζικής κατανάλωσης.
Μέχρι τον μεσοπόλεμο, αυτή η άκρως προστατευτική οικονομία αναπτύχθηκε κυρίως χάρη στους δικούς της φυσικούς πόρους και την εσωτερική της αγορά. (...)
Η οικονομική κυριαρχία του Νέου Κόσμου επί του Παλαιού επισφραγίστηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. (...)
Αντιδρώντας στην εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η βικτοριανή Μεγάλη Βρετανία, ήδη μαζικά εκβιομηχανισμένη και πάντα πρώτη στις εξαγωγές κεφαλαίων, έστρεψε τις επενδύσεις της προς τη ζώνη της αποικιακής της επιρροής. Οι ΗΠΑ του 21ου αιώνα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. (...) Σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, η πολιτιστική κυριαρχία της Αμερικής είναι ολοένα και λιγότερο συνώνυμη της οικονομικής κυριαρχίας. Μπορεί οι ΗΠΑ να ανακάλυψαν το σουπερμάρκετ, όμως ο όμιλος Carrefour είναι αυτός που κατέκτησε τη Λατινική Αμερική και την Κίνα. Συνέπεια αυτής της βασικής διαφοράς με τη Μεγάλη Βρετανία είναι ότι η αμερικανική αυτοκρατορία χρειαζόταν πάντοτε να επιδεικνύει την πυγμή της προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της.
Δίχως την υποταγή του « ελεύθερου κόσμου » στις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου, το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας θα ήταν άραγε αρκετό για να την κάνει πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο ; Για να κατοχυρώσει την κυριαρχία των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (Credit rating agencies), των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (IFRS) ή της αμερικανικής εμπορικής νομοθεσίας ; Για να κατοχυρώσει τη « συναίνεση της Ουάσιγκτον » ως τη Βίβλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας ; Είναι μάλλον αμφίβολο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η βρετανική αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρότυπο που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε το αμερικανικό ηγεμονικό σχέδιο. Πόσω μάλλον, που η Μεγάλη Βρετανία είχε επίγνωση των ορίων της, κυρίως ως προς τη στρατιωτική της δύναμη.
(...) Όταν η εποχή των ναυτικών αυτοκρατοριών έφτασε στο τέλος της, γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία ένιωσε τον άνεμο να αλλάζει πριν από τις άλλες αποικιακές δυνάμεις. Καθώς η οικονομική της ευρωστία δεν εξαρτιόταν από τη στρατιωτική της υπεροχή, αλλά από το εμπόριο, προσαρμόστηκε ευκολότερα στην απώλεια του αυτοκρατορικού ρόλου της, όπως είχε κάνει και παλαιότερα, όταν ήρθε αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο πισωγύρισμα στην ιστορία της, την απώλεια των αποικιών της στην Αμερική.
Οι ΗΠΑ, άραγε, θα κατανοήσουν αυτό το δίδαγμα ; Ή, μήπως, θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν μια παγκόσμια κυριαρχία μόνο μέσω της πολιτικής και της στρατιωτικής επιβολής, σπέρνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερες συγκρούσεις, αναρχία και βαρβαρότητα ;
« Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία »