Το κείμενο που
ακολουθεί αποτελεί την εισήγηση του
Αλέξανδρου Κατσιγιάννη στην εκδήλωση
«Παλιοί και
νέοι μύθοι για την Επανάσταση του ’21»,
που διοργάνωσε η πολιτική-πολιστική
Λέσχη Εκτός Γραμμής στις 16 Απριλίου
2010 με ομιλητές τον ίδιο και τον Κώστα
Παλούκη. Αφορμή της εκδήλωσης αποτέλεσε
η παραγωγή και προβολή από τον ΣΚΑΪ ενός
ιστορικού ντοκιμαντέρ που επιχειρούσε
να ανασκευάσει την κυρίαρχη εθνική
αφήγηση για την επανάσταση του ’21 στο
πλαίσιο των σύγχρονων αστικών ιδεολογικών
προτεραιοτήτων. Την αναζωπύρωση της
σχετικής ιδεολογικής συζήτησης είχε
προκαλέσει λίγα χρόνια πριν η αλλαγή
του βιβλίου Ιστορίας της 6ης Δημοτικού.
Το αναδημοσιεύουμε σήμερα θεωρώντας
ότι η προσπάθεια ιδεολογικής χειραγώγησης
της ιστορικής μνήμης από κάθε λογής
πολιτικά και ιδεολογικά κέντρα και ΜΜΕ
επιβάλλει για την Αριστερά μια προσπάθεια
υλιστικής αποτύπωσης των κοινωνικών
συνθηκών και δυναμικών του ’21.
***
Με μια φιλόδοξη
παραγωγή ιστορικού ντοκιμαντέρ ο ΣΚΑΪ
έδωσε δείγματα γραφής μιας νέας,
κοσμοπολίτικης εθνικής ιστορικής
αφήγησης. Μπορεί ένα κομμάτι της εθνικής
μυθολογίας να στραπατσαρίστηκε, όπως
η ανυπαρξία του κρυφού σχολειού, δεν
μπορούμε όμως και να παραγράψουμε την
εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη υποσημείωση
του κ. Πορτοσάλτε: «οι Έλληνες είμαστε
ένας λαός με τις κρίσεις στο DNA μας». Άρα
θα τραβήξουμε προς τη δόξα ντοπαρισμένοι,
εθισμένοι στα ξένα δάνεια ήδη από την
Επανάσταση του 1821 και συμμορφωμένοι με
τη μνημονιακή πολιτική του κεφαλαίου.
Η νέα εθνική αφήγηση, άλλωστε, συνδέεται
με ομφάλιο λώρο με τον πολιτικό
φρονηματισμό και τα επιστημονιζέ φύλλα
συκής.
Επιχειρώντας μια
υλιστική προσέγγιση της εθνικοαπελευθερωτικής
Επανάστασης του 1821 οφείλουμε καταρχάς
να αποκαθηλώσουμε την, παλιάς ή νέας
κοπής, αγιογραφία της, που και το
ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ καλλιέργησε. Μια
αγιογραφία με επιφανείς και αφανείς
ήρωες, προκρίτους, καπεταναίους,
στρατιωτικούς, λογίους, Φιλικούς,
ιεράρχες, Φαναριώτες και διανοούμενους
της Διασποράς, ατάκτως ερριμμένους,
χωρίς ταξικές εντάξεις, αντιθέσεις,
αμφιταλαντεύσεις και αναφορές, υλικά
συμφέροντα και θέση στο οθωμανικό
σύστημα εξουσίας. Μια αγιογραφία που
παραγράφει το ρόλο των λαϊκών μαζών και
την ηγεμόνευση της επανασταστικής
κοινωνικής συμμαχίας από μια πρωτοπόρα
τάξη.
Προσεγγίζοντας
τις προεπαναστατικές συνθήκες…
Η ελληνική εθνική
επανάσταση δεν προέκυψε λόγω της
αδάμαστης θέλησης του έθνους να αποτινάξει
τη σκλαβιά του, αίσθηση που απέπνεε και
το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ. Αντίθετα,
προέκυψε ως υλική συνέπεια της σταδιακής
αποσύνθεσης και διάλυσης του ασιατικού
τρόπου παραγωγής στην οθωμανική
αυτοκρατορία, διαδικασία που στις
περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου,
κοιτίδας της επανάστασης, συναρθρώθηκε
τόσο με την εμπέδωση των καπιταλιστικών
σχέσεων παραγωγής όσο και με την ανάδυση
των ελληνικών αστικών στρωμάτων. Ο
ανερχόμενος αστισμός έθεσε, με τις
αστικοδημοκρατικές ιδέες του Διαφωτισμού
και της Γαλλικής Επανάστασης, τις
ιδεολογικές βάσεις του ελληνισμού και
συνέβαλε στη διαμόρφωση εθνικής
συνείδησης, προσβλέποντας στη δημιουγία
ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Από
τα τέλη του 18ου αιώνα επαναστατικές
ομάδες και κύκλοι διανοούμενων
προπαγάνδιζαν την εθνική επανάσταση
και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους
σε συνταγματικές βάσεις.
Παίρνοντας τα
πράγματα από την αρχή, η οθωμανική
αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε επαρχίες.
Αυτές χωρίζονταν σε τιμάρια, δηλαδή
ενότητες οικονομικές, πολιτικές και
στρατιωτικές στο πλαίσιο του δεσποτικού
κράτους. Ολόκληρη η αυτοκρατορία
βασιζόταν, μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα,
στον ασιατικό τρόπο παραγωγής: Η άρχουσα
οθωμανική τάξη ήταν ο ιδιοκτήτης της
γης και ιδιοποιούνταν το παραγόμενο
υπερπροϊόν, με τη μορφή δοσιματικών
φόρων της πλεονάζουσας αγροτικής ή
χειροτεχνικής παραγωγής. Όμως η κατοχή
της γης παρέμενε στα χέρια των εργαζομένων
που υπόκειντο στις συγκεκριμένες σχέσεις
εξουσίας και εκμετάλλευσης. Έτσι, σε
αυτόν τον προκαπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής δεν υπήρχαν μορφές ατομικής
ιδοκτησίας και κατοχής, ενώ οι αγρότες
καλλιεργούσαν τη γη και αποφάσιζαν πώς
θα έθεταν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής
στο πλαίσιο των ασιατικών κοινοτήτων.
Στο πολιτικό επίπεδο
ο σουλτάνος αποτελούσε προσωποποίηση
της κρατικής εξουσίας ως επίγειος
εκπρόσωπος του Θεού. Σε αντίθεση με τον
καπιταλισμό, στην ασιατική κοινωνία το
κυρίαρχο επίπεδο δεν ήταν το οικονομικό
αλλά το ιδεολογικό σε συνάρθρωση με το
πολιτικό. Σε αυτό το πλαίσιο οι υπόδουλοι
ελληνόφωνοι πληθυσμοί ζούσαν σε ορθόδοξες
κοινότητες υπό τη διοίκηση ενός σώματος
προεστών που εκλεγόταν από τα μέλη των
κυρίαρχων οικογενειών κάθε κοινότητας.
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί πλήρωναν και
το φόρο της δεκάτης στον τιμαριώτη,
δηλαδή το 1/10 της παραγωγής σε είδος,
καθώς και έναν κεφαλικό φόρο σε χρήμα.
Παράλληλα, η Εκκλησία
μπορεί να ήταν των «απίστων», είχε ωστόσο
εκτεταμένες δικαιοδοσίες. Αποτελούσε
τον εκπρόσωπο όλων των ορθόδοξων
πληθυσμών της αυτοκρατορίας και των
εκκλησιών τους, ενώ κατείχε εκτεταμένα
τιμάρια, από τα οποία ιδιοποιούνταν
φόρους και δοσίματα. Ο δε Πατριάρχης
είχε εξουσίες αντίστοιχες με αυτές των
παλαιότερων βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Αυτά τα οικονομικά και θεσμικά προνόμια
θα έχανε η Εκκλησία σε περίπτωση
εκδυτικισμού (υπό την επήρεια του
Διαφωτισμού) των ορθόδοξων πληθυσμών
της αυτοκρατορίας, προοπτική που
αποκήρυσσε πανικόβλητη μετά την ανοιχτή
κρίση της αυτοκρατορίας.
…και
εξηγώντας τους υλικούς όρους της
επανάστασης