21 Νοεμβρίου 2012

Παλαιστινιακή ποίηση: Ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου…

Της Ελ. Καρασαββίδου-Κάππα
 
Υπάρχουν και γωνιές της ανθρωπότητας, όχι φυσικά οι κοινωνίες του θρησκευτικού φασισμού της Ισλαμικής Σαρίας, που η ποίηση ανθίζει. Ίσως γιατί στις κοινωνίες αυτές τα ερωτήματα δεν σχετίζονται με τα αξιώματα αλλά με την επιβίωση. Με την οριακότητα της ανθρωπιάς και της ζωής. Ίσως ακόμη  γιατί, σε όλον τον κόσμο, επικηρυγμένος ή όχι ο Λόγος εξακολουθεί να υπάρχει. Ασθμαίνοντας ως φορέας της γνώσης κι ιδιοποίησης της εξουσίας, ως λόγος “επίσημος” δηλαδή, επαναστατεί βαθιά καταλύοντας τ’ αυτονόητα ως λόγος της ποίησης. Γιατί αν, όπως μας έδειξε ο Φουκώ, η έννοια του διανοούμενου τρέπεται συχνά από φωνή των απόκληρων, από “φωνή βοώντος εν τη ερήμω” δηλαδή, σε ένα ευφυές μέσο για να ρυθμίζεται και ν’ αστυνομεύεται ο πολυσημικός λόγος της μυθοπλασίας, κι άρα της κοινωνικής κινητικότητας, η ποίηση εξακολουθεί, όπως μας λέει ο Τ. Βαρβιτσιώτης, να είναι το “διασταλμένο από την ατροπίνη του έρωτα μάτι” που, έκπαγλο, εξακολουθεί να αιφνιδιάζεται από την ομορφιά του σύμπαντος. Από αυτό το “άλυτο αίνιγμα”, “το όριο πάνω στο οποίο προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητες με τον τραγικότερο τρόπο”, που άπαξ και σε μαγέψει δεν μπορείς πια να βολευτείς στον “ορθολογισμό” και στην τάξη.



Τέτοιο είναι το φαινόμενο της Παλαιστινιακής ποίησης. Ποίηση που μας επιστρέφει στα βασικά, τότε που η παραμυθία ήταν κοινή παράδοση και πατρίδα, η ίδια η κραυγή του μωρού την οποία, σύμφωνα με τον Αρτώ, ο λόγος αναζητεί πάντα σαν καταφύγιο από τις αλλοτριώσεις της ενήλικης ζωής. " οι ρίζες μου αγκυροβόλησαν/πριν από τη γέννηση του χρόνου, πριν απ’ των αιώνων το ξετύλιγμα/πριν από τις ελιές και από τα κυπαρίσσια και πριν φυτρώσει το χορτάρι" όπως γράφει ο Μαχμούντ Νταρουίς, θυμίζοντας και τη δική μας χαμένη αξιοπρέπεια.

Γράψε.
Είμαι άραβας.
Δουλεύω με τ’ αδέρφια μου του μόχθου σ’ ένα νταμάρι,
τα παιδιά μου είναι οχτώ
τραβάω από την πέτρα
τα ρούχα, το ψωμί και τα βιβλία τους,
αλλά στην πόρτα σου δεν ζητιανεύω.
(Άραβας Είμαι του Μαχμούντ Νταρουίς.)

Κι όντως είναι τέτοια και τόση η δύναμη της ποίησης σε μια πρωτογενή στα αιτήματα της κοινωνία όπως η Παλαιστινιακή, που προξενεί ακόμη θυμό κι έρωτα. Έρωτα και Πένθος. Το ποίημα του Νταρουίς "Σεις που Περνάτε Ανάμεσα στα Λόγια τα Εφήμερα", προξένησε την περίφημη υπόθεση του ποιήματος, όταν το 1988, λίγους μήνες μετά την έναρξη της πρώτης Ιντιφάντα, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Σαμίρ δήλωνε στην Κνεσσέτ στις 28 Απριλίου, τέσσερις μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης: “Δε χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να διακρίνει τις προθέσεις τους. Εξάλλου η ακριβής έκφραση των στόχων των δολοφονικών συμμοριών που κρύβονται πίσω από το παραπέτασμα της ΟΑΠ, δόθηκε από έναν ποιητή τους, το Μαχμούντ Νταρoυίς, υποτιθέμενο υπουργό Πολιτισμού της ΟΑΠ, για τον οποίον αναρωτιόμαστε από που κι ως που έχει τη φήμη μετριοπαθούς”. Καλλιεργώντας τη γνωστή λογική του πολιορκημένου φρουρίου, περικυκλωμένου από εχθρούς -πραγματικούς και φανταστικούς-, η ισραηλινή κυβέρνηση και οι διανοούμενοι (δεξιοί τε και αριστεροί) διάβαζαν στους στίχους αυτούς την επιθυμία των Παλαιστινίων να “πετάξουν τους Ισραηλινούς στη θάλασσα”.

Ερμηνεύοντας το ποίημά του στον Ισραηλινό Τύπο, ο Ναρουίς (Νταρβίς) υπερασπίστηκε το δικαίωμα του να μιλά στο όνομα του λαού του και διευκρίνισε πως μιλά για την αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα, υποστηρίζοντας την επίσημη γραμμή της ΟΑΠ υπέρ των συνόρων του 1967. Μιλώντας για το ίδιο επεισόδιο λίγα χρόνια αργότερα, μακριά από τα φώτα της επικαιρότητας, παραδέχτηκε πως ήταν γραμμένο σε τόνο ασυνήθιστα συνθηματολογικό για εκείνον που συνήθιζε να μιλά με χαμηλή φωνή. Κι όμως! για φανταστείτε να κατάγγελναν τον Κάλβο για το Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία οι δυνάστες του Καιρού!

"Σεις που Περνάτε ανάμεσα στα λόγια τα εφήμερα", (αποσπάσματα)

Σείς που περνάτε ανάμεσα στα λόγια τα εφήμερα
πάρτε τα ονόματα σας και και φευγάτε
πάρτε τις ώρες σας από το χρόνο μας
αποσπάστε ό,τι θέλετε
απο το γαλάζιο τ’ουρανού κι από την άμμο της μνήμης
Πάρτε όποια φωτογραφία θέλετε, για να ξέρετε
ότι πια δε θα ξέρετε πώς οι πέτρες της γης μας
χτίζουν τη στέγη τ’ουρανού

2.
Σεις που περνάτε μεσα από τις εφήμερες κουβέντες
βάζετε το ξίφος, εμείς το αίμα
βάζετε το σίδερο και τη φωτιά, εμείς τη σάρκα
βάζετε ένα άρμα, εμείς τις πέτρες
βάζετε τα δακρυγόνα, εμείς τη βροχή
Μα ο ουρανός και ο αέρας
είναι τα ίδια για σας και για μας
Πάρτε λοιπόν τον κλήρο σας από το αίμα μας, και φευγάτε
πηγαίνετε να φάτε, να γιορτάσετε, να χορέψετε, κι απέ φευγάτε
εμείς, θα κρατήσουμε τα ρόδα των μαρτύρων
θα ζήσουμε όπως θέλουμε

3.
Σείς που περνάτε ανάμεσα απ’τα λόγια τα εφήμερα,
σαν την πικρή σκόνη, περάστε απ’όπου θέλετε μα μην περάσετε ανάμεσό μας σαν τα φτερωτά έντομα,
θέλει δουλειά η γη μας
θέλει καλλιέργεια το στάρι
θέλει να ποτιστεί απ’τη δροσιά των σωμάτων μας
Έχουμε εδώ κείνο που δε σας σηκώνει

5.
Σείς που περνάτε ανάμεσα στα λόγια τα εφήμερα
στριμώξτε τις ψευδαισθήσεις σας μες σ’ένα εγκατειλημμένο λάκκο, και φευγάτε
γυρίστε τους δείκτες του χρόνου στη νομιμότητα του χρυσού μόσχου*
ή στη μουσική κλαγγή του περιστρόφου
έχουμε εκείνο που εδώ δε σας σηκώνει, φευγάτε,
έχουμε εκείνο που δε σας ανήκει:
μια πατρίδα που αιμορραγεί, ένα λαό που αιμορραγεί
μια πατρίδα χρήσιμη στη μνήμη και στη λήθη.

Σεις που περνάτε ανάμεσα στα λόγια τα εφήμερα... Όπως έχει ειπωθεί "ήταν το ποίημα μιας εξέγερσης, η φωνή που έλειπε από την εικόνα του πιτσιρικά που επιτίθονταν με πέτρες στο τανκ και στη μαυροφορεμένη παλαιστίνια γριά που προσπαθούσε να αφοπλίσει τον πάνοπλο ισραηλινό φαντάρο, εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου εκείνο τον καιρό." Κι όταν ο Νταρουίς πέθανε, και πέστε μου σε ποια κοινωνία υλικού ευδαιμονισμού και πνευματικής νωθρότητας θα μπορούσε να γίνει αυτό, τον κήδεψε κυριολεκτικά ολόκληρη η Παλαιστίνη. Εκατομύρια απόκληρων κατέβηκαν στον δρόμο, θυμίζοντας μεγάλες εποχές της πατρίδας μας, κι όλων των ανθρώπων που γνώρισαν τον πόνο και τον ζύγισαν μαζί με την αξιοπρέπεια, πριν εγκολπωθούν στο πανάκριβα αγορασμένο γέλιο του κυνικού και του γελοίου.   

Η Παλαιστίνη, η Γάζα, ματώνει ξανά.  Σύμβολο ενός κόσμου που τεμαχίζει τους διαφορετικούς, στέκεται όρθια κι όμως σκυμμένη για να θυμίζει τα όρια της φύσης και της πολιτικής μας: Θα ’ρθει άραγε η ώρα που “κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο είδε ένα σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει... πως τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στο σκάμαντρο για ’να πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη”; έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφοντας την ιστορία του κόσμου σε δυο γραμμές. Κι όμως... “η Ελπίδα θα ’ρθει απ’ τους απελπισμένους” έλεγε ο Ρεμπώ, ταξιδεύοντας με το καραβάκι του σ’ ένα “αλλού”, που οι φυλακισμένοι στα παιχνίδια εξουσίας και κέρδους άνθρωποι το ονόμασαν όπως μου αρέσει να θυμίζω διαφορετικά (Παράδεισο, Παιδί, Ιερουσαλήμ, Ιθάκη ή Σοσιαλισμό) από την εποχή του Μωυσή και του Οδυσσέα.   Γιατί, πέρα απ τα εφήμερα λόγια, υπάρχει το αιώνιο αίτημα για Δικαιοσύνη. Για Αλήθεια. Για Ανθρωπιά. Απέναντι στα δίκτυα των συμβιβασμών, απέναντι στα δίχτυα του θανάτου. Ο θάνατος αντιμετωπιζόταν πάντα ως η απόλυτη κατάρριψη της Λογικής. Κι αυτό γιατί αμφισβητεί βάναυσα την ύπαρξή της.

Αν “Λογική” είναι η ικανότητα να κάνουμε τις καλύτερες δυνατές επιλογές, ο θάνατος δεν είναι καν θέμα επιλογής. Φωνάζει βασανιστικά πως η Λογική είναι ψέμα, αφήνοντας την τελευταία, ανήμπορη, ν’ αντιμετωπίσει αυτό το “σκάνδαλο”: πως ο άνθρωπος, το έλλογο ον, έχει σαν μόνη αλήθεια του το πιο παράλογο τέλος.Όλη η ανθρώπινη κουλτούρα, όλος ο πολιτισμός, σύμφωνα με τα λόγια του E. Becker, είναι ένα προστατευτικό κατασκεύασμα ενάντια στη φυσική “πραγματικότητα”, μια άρνηση της “απώτατης” αλήθειας και μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεχάσουμε την τραγική μας μοίρα. Η ίδια η κοινωνική κατασκευή είναι ένα “κωδικοποιημένο” σύστημα “ηρωισμού”, ένας ζωντανός μύθος της σημασίας της ανθρώπινης ζωής, μια “προκλητική” κατασκευή ενός ανύπαρκτου για τη “φυσική τάξη” νοήματος. Και η ανθρώπινη Τέχνη -η δημιουργία που προσπαθεί να “θεώσει” τον άνθρωπο- μια πράξη απώτατου οπτιμισμού, μια απόλυτη πίστη στη σωματική μας αθανασία.Η επιβίωση, άλλωστε, κατευθύνεται ενάντια στο Εσύ, όχι υπέρ του Εγώ. Δε ζούμε, ούτε ζήσαμε ποτέ, μέσα από το δικό μας θάνατο. Ζούμε όμως μέσα από το θάνατο των άλλων. Κι είναι ο (κάθε είδους) “θάνατός” τους που δίνει νόημα στην (κάθε είδους) “επιτυχία” μας. Είμαστε ακόμα ζωντανοί! Δηλαδή “δρώντες”, έχοντας άρα τη δυνατότητα να βλέπουμε το χνάρι και τ’ αποτελέσματά μας (τη μόνη μας -έστω προσωρινή- αθανασία) στο “θάνατο” (την αποτυχία ή την μικρότερη επιτυχία) των άλλων.Ίσως γι’ αυτό η επιβίωση δεν είναι ποτέ αθώα όταν μετατρέπεται σε “πράξη”. Ενδεδυμένη (και “λατρευόμενη”) πίσω από τις υψηλές ιδέες αγώνων κατά “των εχθρών του ανθρώπινου γένους”, του “έθνους”, της “τάξης”, της “θρησκείας” ή της “κοινωνικής ηθικής”, μεταμορφώνεται εύκολα -με την επίφαση μιας ηθικολογίας αέναα “ευλογημένης” από την κοινωνική ιεραρχία- σε “σταυροφορία” ή “γενοκτονία”. “Ο ‘επιβιώσας’ είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπινου γένους, κι ίσως η καταδίκη του”, έγραψε ο Canetti στα 1973.

Και πως όχι;

Η πόλη μαςπολιορκήθηκε το μεσημέρι.Η πόλη μαςστην πολιορκία ανακάλυψε το πρόσωπό τηςγράφει ο Ζαγιάντ, ένας άλλος ποιητής, και δεν ξέρεις εάν το απευθύνει στην δική μας πόλη, αιώνια Θήβα, που έχασε την ψυχή της (καθώς ο Κρέοντας έψαχνε μόνο για την εξουσία κι όπως ο Οιδίποδας αρνιότανε να δει) ή σε μια δική τους, αιώνια Γκερνίκα. Κι είναι αυτή η Γκερνίκα που μιλά, Γάζα αγαπημένη...

...Πίστευα μόνο σ' ό,τι κάνει την καρδιά ταβέρνα κι αγορά, μα βγαίνω τώρα απ' τα καρφιά αυτού μου του σταυρού και ψάχνω μιαν άλλη πηγή για τις αστραπές μια νέα μορφή για το πρόσωπο της αγαπημένης .η Πόλη μας του Ταουφίκ Ζαγιάντ

Εάν η ποίηση πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με τη συνείδηση, στην παλαιστινιακή ποίηση, η ίδια η υπόθεση του ποιήματος που αναφέραμε, καταδεικνύει ότι το ζήτημα δεν είναι, όπως γίνεται συχνά εδώ, να απενοχοποιηθώ διαβάζοντας ένα ποιηματάκι κερδίζοντας ταυτόχρονα την αυτοπροβολή μου. Το ζήτημα είναι ζωής ή θανάτου, αξιοπρέπειας ή πολύ συγκεκριμένης σκλαβιάς, παράδοσης ή στάσης ζωής. Κι αυτό απευθύνεται στην συλλογική ψυχή πάντοτε, θυμίζοντας ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν, οι ιστορίες όχι.

Σας φωνάζω του Ζαγιάντ

Σας φωνάζω…
σας σφίγγω τα χέρια
φιλώ το χώµα κάτω απ’ τα σαντάλια σας
και σας λέω:
σκοτώνοµαι για σας,
σας χαρίζω το φως των µατιών µου, σας δίνω
της καρδιάς µου τη ζέστα γιατί
η τραγωδία που ζω ειναι το µερίδιό µου
απ’ τη δική σας τραγωδία.
Σας φωνάζω…
σας σφίγγω τα χέρια
δεν κιότεψα εδώ µες στην πατρίδα µου
µήτε και µάζεψα τους ώµους.
Ορθώθηκα µπροστά στους άδικους
ορφανός, γυµνός, ξυπόλητος.
όρµηξα µες στο θάνατο,
τα λάβαρά µου δε χαµήλωσα και τα χορτάρια
πάνω στους τάφους των προγόνων µου, τα φύλαξα…

Ζούμε σε μια “αμήχανη” εποχή. Η κατάρρευση όλων των μύθων που στήριζαν τους μεγάλους κοινωνικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς κι εθνικούς πολέμους, οι οποίοι χαράκωσαν τους αιώνες του μοντερνισμού αναγορεύοντας το πλήθος των τελεολογιών τους σε “απώτατες αλήθειες”, μας έχει αφήσει με την αίσθηση μιας ομιλίας αφασικής, μιας εποχής που ξεπλένοντας τ’ απόνερα της ουτοπίας καταργεί το όραμα, μιας εποχής που έχει επικηρύξει το Λόγο. Τα χορτάρια πάνω στους τάφους των προγόνων, σκηνή καθολικότητας που θα μπορούσε να συνδέει κατακτητές και κατακτημένους στην άγια και γι αυτό τόσο σκληρή γη της Ιουδαίας και της Παλαιστίνης, τα λάβαρα που δεν χαμήλωσαν, αποτελούν σοβαρή υπόμνηση του ανείπωτου που γενιές οι άνθρωποι αναζητούμε.Μπορεί λοιπόν να έχουμε παραδοθεί, μπορεί να έχουμε ακόμη εξαγοραστεί ή χαμηλώσει εδώ, στις περισσότερες κοινωνίες της -τόσο πολύτιμης στην πολιτική σύλληψη της δημοκρατίας- Δύσης, αλλά η Παλαιστινιακή ποίηση, ή μάλλον η ποίηση μιας κοινωνίας οριακής όπως η Παλαιστίνη, βρίσκεται πάντοτε εδώ για να μας θυμίζει κάτι που αποκτά εμβληματική επικαιρότητα στην εκμαυλισμένη Ελλάδα, όπου γης:

Ίσως αρπάξεις απ' τη γη μου και την τελευταία σπιθαμή.
Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου
Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου - πιθάρια, έπιπλα και σκεύη-
Ίσως καθίσεις παν' απ' το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμουεχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ' αντιστέκομαι.
(Θ’ αντιστέκομαι του Σαμίχ Κάσεμ)