25 Μαρτίου 2013

Αποκαθηλώνοντας την αγιογραφία της Επανάστασης του 1821


Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισήγηση του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη στην εκδήλωση «Παλιοί και νέοι μύθοι για την Επανάσταση του ’21», που διοργάνωσε η πολιτική-πολιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στις 16 Απριλίου 2010 με ομιλητές τον ίδιο και τον Κώστα Παλούκη. Αφορμή της εκδήλωσης αποτέλεσε η παραγωγή και προβολή από τον ΣΚΑΪ ενός ιστορικού ντοκιμαντέρ που επιχειρούσε να ανασκευάσει την κυρίαρχη εθνική αφήγηση για την επανάσταση του ’21 στο πλαίσιο των σύγχρονων αστικών ιδεολογικών προτεραιοτήτων. Την αναζωπύρωση της σχετικής ιδεολογικής συζήτησης είχε προκαλέσει λίγα χρόνια πριν η αλλαγή του βιβλίου Ιστορίας της 6ης Δημοτικού. Το αναδημοσιεύουμε σήμερα θεωρώντας ότι η προσπάθεια ιδεολογικής χειραγώγησης της ιστορικής μνήμης από κάθε λογής πολιτικά και ιδεολογικά κέντρα και ΜΜΕ επιβάλλει για την Αριστερά μια προσπάθεια υλιστικής αποτύπωσης των κοινωνικών συνθηκών και δυναμικών του ’21.

***
Με μια φιλόδοξη παραγωγή ιστορικού ντοκιμαντέρ ο ΣΚΑΪ έδωσε δείγματα γραφής μιας νέας, κοσμοπολίτικης εθνικής ιστορικής αφήγησης. Μπορεί ένα κομμάτι της εθνικής μυθολογίας να στραπατσαρίστηκε, όπως η ανυπαρξία του κρυφού σχολειού, δεν μπορούμε όμως και να παραγράψουμε την εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη υποσημείωση του κ. Πορτοσάλτε: «οι Έλληνες είμαστε ένας λαός με τις κρίσεις στο DNA μας». Άρα θα τραβήξουμε προς τη δόξα ντοπαρισμένοι, εθισμένοι στα ξένα δάνεια ήδη από την Επανάσταση του 1821 και συμμορφωμένοι με τη μνημονιακή πολιτική του κεφαλαίου. Η νέα εθνική αφήγηση, άλλωστε, συνδέεται με ομφάλιο λώρο με τον πολιτικό φρονηματισμό και τα επιστημονιζέ φύλλα συκής.
Επιχειρώντας μια υλιστική προσέγγιση της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821 οφείλουμε καταρχάς να αποκαθηλώσουμε την, παλιάς ή νέας κοπής, αγιογραφία της, που και το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ καλλιέργησε. Μια αγιογραφία με επιφανείς και αφανείς ήρωες, προκρίτους, καπεταναίους, στρατιωτικούς, λογίους, Φιλικούς, ιεράρχες, Φαναριώτες και διανοούμενους της Διασποράς, ατάκτως ερριμμένους, χωρίς ταξικές εντάξεις, αντιθέσεις, αμφιταλαντεύσεις και αναφορές, υλικά συμφέροντα και θέση στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας. Μια αγιογραφία που παραγράφει το ρόλο των λαϊκών μαζών και την ηγεμόνευση της επανασταστικής κοινωνικής συμμαχίας από μια πρωτοπόρα τάξη.
Προσεγγίζοντας τις προεπαναστατικές συνθήκες…
Η ελληνική εθνική επανάσταση δεν προέκυψε λόγω της αδάμαστης θέλησης του έθνους να αποτινάξει τη σκλαβιά του, αίσθηση που απέπνεε και το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ. Αντίθετα, προέκυψε ως υλική συνέπεια της σταδιακής αποσύνθεσης και διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην οθωμανική αυτοκρατορία, διαδικασία που στις περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου, κοιτίδας της επανάστασης, συναρθρώθηκε τόσο με την εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όσο και με την ανάδυση των ελληνικών αστικών στρωμάτων. Ο ανερχόμενος αστισμός έθεσε, με τις αστικοδημοκρατικές ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, τις ιδεολογικές βάσεις του ελληνισμού και συνέβαλε στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, προσβλέποντας στη δημιουγία ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Από τα τέλη του 18ου αιώνα επαναστατικές ομάδες και κύκλοι διανοούμενων προπαγάνδιζαν την εθνική επανάσταση και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους σε συνταγματικές βάσεις.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε επαρχίες. Αυτές χωρίζονταν σε τιμάρια, δηλαδή ενότητες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές στο πλαίσιο του δεσποτικού κράτους. Ολόκληρη η αυτοκρατορία βασιζόταν, μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, στον ασιατικό τρόπο παραγωγής: Η άρχουσα οθωμανική τάξη ήταν ο ιδιοκτήτης της γης και ιδιοποιούνταν το παραγόμενο υπερπροϊόν, με τη μορφή δοσιματικών φόρων της πλεονάζουσας αγροτικής ή χειροτεχνικής παραγωγής. Όμως η κατοχή της γης παρέμενε στα χέρια των εργαζομένων που υπόκειντο στις συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Έτσι, σε αυτόν τον προκαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν υπήρχαν μορφές ατομικής ιδοκτησίας και κατοχής, ενώ οι αγρότες καλλιεργούσαν τη γη και αποφάσιζαν πώς θα έθεταν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής στο πλαίσιο των ασιατικών κοινοτήτων.
Στο πολιτικό επίπεδο ο σουλτάνος αποτελούσε προσωποποίηση της κρατικής εξουσίας ως επίγειος εκπρόσωπος του Θεού. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, στην ασιατική κοινωνία το κυρίαρχο επίπεδο δεν ήταν το οικονομικό αλλά το ιδεολογικό σε συνάρθρωση με το πολιτικό. Σε αυτό το πλαίσιο οι υπόδουλοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί ζούσαν σε ορθόδοξες κοινότητες υπό τη διοίκηση ενός σώματος προεστών που εκλεγόταν από τα μέλη των κυρίαρχων οικογενειών κάθε κοινότητας. Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί πλήρωναν και το φόρο της δεκάτης στον τιμαριώτη, δηλαδή το 1/10 της παραγωγής σε είδος, καθώς και έναν κεφαλικό φόρο σε χρήμα.
Παράλληλα, η Εκκλησία μπορεί να ήταν των «απίστων», είχε ωστόσο εκτεταμένες δικαιοδοσίες. Αποτελούσε τον εκπρόσωπο όλων των ορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας και των εκκλησιών τους, ενώ κατείχε εκτεταμένα τιμάρια, από τα οποία ιδιοποιούνταν φόρους και δοσίματα. Ο δε Πατριάρχης είχε εξουσίες αντίστοιχες με αυτές των παλαιότερων βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αυτά τα οικονομικά και θεσμικά προνόμια θα έχανε η Εκκλησία σε περίπτωση εκδυτικισμού (υπό την επήρεια του Διαφωτισμού) των ορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας, προοπτική που αποκήρυσσε πανικόβλητη μετά την ανοιχτή κρίση της αυτοκρατορίας.
και εξηγώντας τους υλικούς όρους της επανάστασης

Από τα μέσα του 17ου αιώνα η αυτοκρατορία διέρχεται μια βαθιά κρίση: Οι κατακτητικοί της πόλεμοι, που την συνέχουν, σταματούν και το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της διενεργείται από ξένες εταιρείες. Σε αυτή την περίοδο χαλαρώνουν και σταματούν οι βίαιοι εξισλαμισμοί και άλλα καταπιεστικά μέτρα των «άπιστων» υπόλουλων χριστιανικών πληθυμών, ενώ τους δίνεται το δικαίωμα κατάληψης σημαντικών θέσεων στον κρατικό μηχανισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται και ένα χριστιανικό στρώμα εμπόρων, πεδίο ανοιχτό από τη στιγμή που τα ανώτερα οθωμανικά στρώματα στρέφονταν προς τον κρατικό μηχανισμό αφήνοντας τις εμπορικές και μανιφακτουρικές δραστηριότητες στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Οι Έλληνες έμποροι φτάνουν στην αυγή του 19ου αιώνα να ελέγχουν περισσότερο από τα ¾ του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας, εκτοπίζοντας τους Γάλλους ανταγωνιστές τους μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους πολέμους που την ακολούθησαν. Συγχρόνως, ιδρύουν υποκαταστήματα σε όλες τις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης και επενδύουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Τη νέα πολιτική συγκυρία εκμεταλλέυονται αμέσως οι υψηλού μορφωτικού κεφαλαίου Φαναριώτες, που κατέχουν υψηλές θέσεις στην οθωμανική κρατική γραφειοκαρατία (διαχειριστές εξωτερικής πολιτικής, διορισμένοι ηγεμόνες στις επαρχίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας). Η άνοδος τους συνδέεται με την εμπέδωση των πρώτων καπιταλιστικών σχέσεων στην αυτοκρατορία, καθώς οι Φαναριώτες αποτελούν μέρος της χρηματιστικής μερίδας του ανερχόμενου αστισμού. Τμήμα των Φαναριωτών υιοθέτησε την ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Σε αυτό το πλαίσιο ανάπτυξης των πρώτων καπιταλιστικών σχέσεων και κοινωνικών μετασχηματισμών ο ανερχόμενος αστισμός, όχι κατ’ ανάγκη ελληνόφωνος από καταγωγή, εξελληνίζεται γλωσσικά και μαζί με τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης βρίσκει στον ελληνισμό τον τόπο της εθνικής του ταυτότητας (η ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα του Πατριαρχείου, ανθίζει η ελληνική τυπογραφία, καταγράφεται ελληνική πολιτιστική ηγεμονία στον βαλκανικό χώρο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ πολλαπλασιάζονται οι αναφορές στην αίγλη της αρχαιότητας).
Εξηγώντας την ευρεία συμμετοχή των μαζών στην επανάσταση
Η επανάσταση σφραγίστηκε από την ευρεία συμμετοχή των λαϊκών τάξεων, τις οποίες αποτελούσαν κατά βάση αγροτικά στρώματα και η περιορισμένη εργατική τάξη. Πώς όμως εξηγείται η οκτάχρονη ένοπλη πάλη τους; Επειδή –σύμφωνα με την παραδοσιακή αστική ιστοριογραφία– η εθνική ιδεολογία αγκαλιάζει όλες τις κοινωνικές τάξεις, οπότε και τις λαϊκές μάζες; Ή επρόκειτο –με βάση την παραδοσιακή αριστερή αντίληψη– για μια ένοπλη πάλη των αγροτών κολίγων και δουλοπάροικων εναντίον των φεουδαρχών, δηλαδή των Τούρκων τιμαριωτών και χριστιανών προεστών;
Για να απαντήσουμε πειστικά στο ερώτημα, πρέπει να δούμε τους υλικούς όρους ύπαρξης των λαϊκών μαζών στις προεπαναστατικές συνθήκες εξασθένισης και διάλυσης των ασιατικών κοινοτήτων. Με την προσάρτηση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας το 1881 δημιουργείται μεγάλη έγγεια ιδοκτησία (τσιφλίκια) με φεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις (Βόρεια Βαλκανική, κεντρικές και βόρειες περιοχές της σημερινής Ελλάδας). Παράλληλα, όμως στη νότια Ελλάδα, κοιτίδα της επανάστασης, έχουμε καπιταλιστική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, είτε με την υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό και μανιφακτουρικό κεφάλαιο είτε, και κυρίως, με καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής.
Πιο συγκεριμένα, το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, για να αντέξει στον διεθνή ανταγωνισμό, κατευθύνει και εντατικοποιεί την αγροτική παραγωγή με τη διαμεσολάβηση των προεστών (που πλέον αποτελούν τοπική ελίτ και παρέχουν προστασία στους αγρότες), αμείβει κάθε παραγωγό ανάλογα με το είδος και την ποσότητα που παράγει, ενώ απαιτεί την ατομική ιδιοκτησία και την κατοχή της γης. Έτσι, η ζωή των αγροτών επιδεινώνεται δραματικά από το εμπορικό κεφάλαιο και τους προεστούς. Με την ένοπλη πάλη για τη γη τους οι αγρότες διεκδικούν τη διανομή της και καταφέρνουν να μη δημιουργήσει ο αστισμός εκτεταμένα τσιφλίκια στην Ελλάδα.
Ας μην ξεχνάμε τη λαϊκή εξέγερση στην Πάτρα το 1810 λόγω πείνας μετά την εξαγωγή όλου σιταριού που είχαν στη διάθεσή τους οι έμποροι, αλλά και τις αλλεπάλληλες καταλήψεις εθνικών κτημάτων από τους αγρότες στην Πελοπόννησο στα πρώτα επαναστατικά χρόνια. Προεπαναστατικά, είναι συχνές και οι εξεγέρσεις των ναυτών εναντίον των προεστών (που μετασχηματίζονται σε εμπόρους και εφοπλιστές) λόγω των εξαιρετικά χαμηλών μισθών τους και της πολιτικής τους καταπίεσης.
Αποδομώντας τους ομόδοξους και φιλέλληνες ιμπεριαλιστές
Οι μετατοπίσεις των ισχυρών δυτικών κρατών απέναντι στην επανάσταση καταδεικνύουν ότι ο ιμπεριαλισμός δεν λειτουργεί βουλησιαρχικά. Προτεραιότητα για τη διαμόρφωση της στάσης του είναι οι εσωτερικές αντιθέσεις των κοινωνικών σχηματισμών και τα τετελεσμένα των επαναστατημένων λαών, συμπέρασμα που οι γκουρού της αστικής ιστοριογραφίας, κ.κ. Κολιόπουλος και Βερέμης, παρακάμπτουν με την υποταγή τους στην ιμπεριαλιστική νομιμότητα, αποτιμώντας ότι η προώθηση των εθνικών ζητημάτων είναι υπόθεση αυστηρά διπλωματικών χειρισμών.
Μιλώντας για το 1821 μετά το 1830
Η νικηφόρα εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, της οποίας η έκβαση είχε κριθεί στρατιωτικά ήδη από το 1827, οδήγησε στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και την κατοχύρωσή του στη διεθνή πολιτική σκηνή το 1830. Ωστόσο, για τον ελληνικό αστισμό τα πραγματικά στοιχήματα άρχιζαν σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία: Ο κρατικός μηχανισμός έπρεπε να συγκροτηθεί και να σταθεροποιηθεί οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Το ελληνικό βασίλειο στηριζόταν σε μια οικονομία αγροτική (ο βιομηχανικός καπιταλισμός επικράτησε από το 1870 και έπειτα) και στο εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο. Παράλληλα, η συγκεντρωτική άσκηση της πολιτικής εξουσίας στην καποδιστριακή και οθωνική περίοδο δεν ήταν μια λόξα, αλλά υπηρετούσε τη διαδικασία της αστικής συγκρότησης και σταθεροποίησης.
Συγχρόνως, από τη δεκαετία του 1840 και μετά υιοθετήθηκε η Μεγάλη Ιδέα ως εθνική πολιτική στρατηγική και ιδεολογία, που συνίστατο στην εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους σε όλες εκείνες τις περιοχές όπου το ελληνικό κεφάλαιο και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς μπορούσαν να αποτελέσουν το –οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά– κυρίαρχο στοιχείο, με στόχο την καπιταλιστική ανάπτυξη. Φυσικά, κατά τον 19ο αιώνα τα αλυτρωτικά αυτά οράματα δεν τροφοδοτούνταν από τη στρατιωτική και διπλωματική ισχύ του κράτους αλλά από τις καμπές του Ανατολικού Ζητήματος και την αστάθεια της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας.
Σε αυτές τις συνθήκες αναδύθηκε και το διακύβευμα σε σχέση με την Επανάσταση του 1821: Πώς θα ιστοριογραφηθεί, θα ερμηνευτεί και θα ενταχτεί στην εθνική ιστορία και μνήμη. Και μάλιστα σε μια εθνική ιστορία η οποία έπρεπε να γραφεί, να παραχθεί και να θεσμοποιηθεί πρώτα ως επιστήμη και στην οποία δινόταν κατά βάση διδακτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο.
Σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα το αστικό πολιτικό προσωπικό και η διανόησή του, παρά τις αντιθέσεις τους, ιστοριογράφησαν και ερμήνευσαν την επανάσταση έχοντας ένα κοινό τόπο: Ο αγώνας του 1821 δεν είχε καμία σχέση με τις αστικές επαναστάσεις και τα φιλελεύθερα κινήματα της εποχής. Μιας εποχής κατά την οποία η ευρωπαϊκή ήπειρος σφραγιζόταν από την εμπέδωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την αποδιάρθρωση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, τους αναδυόμενους εθνικισμούς και το σχηματισμό των αστικών κρατών. Αντίθετα, η Επανάσταση του 1821 ήταν μοναδική και σημείο κορύφωσης της εθνικής παλιγγενεσίας, με την οποία οι αρχαίοι ξαναέζησαν στα ελληνικά χώματα και οι Γραικοί, έγιναν, επιτέλους Έλληνες.
Η μονάδικότητα της επανάστασης απέρρεε από τη γενικότερη ελληνική μοναδικότητα που αναγόταν στη μοναδικότητα της αρχαιότητας. Συνακόλουθα, ο ελληνικός αστισμός προσέβλεπε στην προνομιακή μεταχείρισή του από τη Δύση λόγω της προνομιακής σχέσης του ελληνισμού με την αρχαιότητα που εκπολίτισε τη Δύση. Είναι, άλλωστε, η εποχή που στην εθνική ιστορία η γενιά των αγωνιστών του 1821 αδελφωνόταν με τη γενιά των περσικών πολέμων, αδελφώνονταν δηλαδή οι πατέρες του έθνους με τους πραπάτορές του. Έτσι, οι λαϊκές μάζες αποκτούσαν τους προγόνους τους.
Σε αυτές τις συνθήκες οι αστικές δυνάμεις κατέβαλαν κάθε προσπάθεια επισημοποίησης της επανάστασης και ενέλαβαν την ευθύνη της μνήμης του 1821. Ο Καποδίστριας θέσπισε ως επίσημο κρατικό έμβλημα τον αναγεννώμενο από τις στάχτες του Φοίνικα που συμβόλιζε την παλιγγενεσία. Ο Όθωνας με διάταγμα το 1838 καθιέρωσε τον εορτασμό της επανάστασης την 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Επίσης, στην οθωνική περίοδο διορίστηκαν στο στρατό και την κρατική γραφειοκρατία αγωνιστές του ’21.
Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την εποχή όπου το έθνος δεν προσλαμβανόταν ως ιστορική συνθήκη παραγόμενη από υλικούς όρους αλλά ως μια οντότητα που υπήρχε από καταβολής κόσμου και διέτρεχε τους αιώνες. Είναι άλλωστε και η εποχή που η ιστορία θεμελιώνεται εθνικά και διεθνώς ως επιστήμη. Από αυτή τη σκοπιά οι αστοί διανοούμενοι Παπαρηγόπουλος και Ζαμπέλιος κατοχύρωσαν το τριμερές σχήμα της ιστορικής συνέχειας του περιούσιου ελληνικού λαού: αρχαιότητα-Βυζάντιο-σύγχρονος ελλαδικός κόσμος. Βέβαια, οι διανοούμενοι αυτοί, γράφοντας την εθνική ιστορία, δυσκολεύτηκαν να εντάξουν αβλεπί τη βυζαντινή περίοδο στην εθνική ιστορία. Και αυτό γιατί ο αστισμός και η διανόηση θεωρούσαν ότι κάθε ελληνική κακοδαιμονία, από τις πελατειακές σχέσεις έως την οικονομική καχεξία, αναγόταν στους σκοτεινούς αιώνες του Βυζαντίου, όπως πίστευε και η Δύση.
Ωστόσο, είναι και η εποχή που τα αστικά κράτη γράφουν τις εθνικές ιστορίες τους και για να κατοχυρώσουν την αποστολή τους (κατά την ορολογία της εποχής) στο σύγχρονο κόσμο τους: Η αποστολή του ελληνικού κράτους ήταν να δώσει τα φώτα του σε όλο τον κόσμο –και εδώ ξεφυτρώνει πρακτικά η Μεγάλη Ιδέα– έχοντας την ίδια στιγμή το σύμπλεγμα της ένδοξης αρχαιότητας από τη μια πλευρά και του άδοξου παρόντος του ελληνισμού ως έθνους από την άλλη.
Άλλωστε, η ελληνική εθνική ιστορία είχε εκείνη την εποχή τρεις αποδέκτες: τις λαϊκές μάζες, που έπρεπε να αποκτήσουν εθνική ταυτότητα για να ηγεμονεύσει στις συνειδήσεις τους το αστικό ως εθνικό συμφέρον· τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς, υπόδουλους μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα στην οθωμανική αυτοκρατορία, με τα δικά τους εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και αξιώσεις επεκτατισμού σε διαφιλονικούμενες περιοχές όπως η Μακεδονία˙ και βέβαια τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, που αμφισβητούσαν την τρισχιλιετή ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους και στους οποίους η ελληνική αστική τάξη έδινε κατατακτήριες εξετάσεις ευρωπαϊκής εξομοίωσης, θέλωντας να είναι αντάξια των προσδοκιών τους αλλά και να τους δώσει εκ νέου τα φώτα της (ήταν άλλωστε η αποστολή της τότε!).
Επιχειρώντας απάντηση σε ένα δύσκολο και ανοιχτό ερώτημα
Το πραγματικό ερώτημα δεν έγκειται στο εάν ο δημόσιος λόγος περί ιστορίας θα τροφοδοτείται από τηλεοπτικές εκπομπές που θα ικανοποιούν το φιλοθέαμον κοινό ή εάν η σύγχρονη ιστορική αφήγηση θα αποκόψει τον ομφάλιο λώρο της από τη εθνικιστική ιδεολογία και μυθολογία προς όφελος μιας ιστορικά εγγράμματης «κοινωνίας των πολιτών» και του κοσμοπολιτισμού, όπου ο ρόλος του ιμπεριαλισμού και των ολοκλήρώσεών του είναι πλήρως εξωραϊσμένος, αφού πλέον «ανήκωμεν εις την Δύσιν». Το ουσιαστικό ερώτημα έγκειται στη σημερινή αναγκαιότητα ενός μορφωτικού κινήματος κοινωνικοποίησης (και) της ιστορικής γνώσης, που θα σπάει τα στεγανά της εργαστηριακής διανόησης, και από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού θα επιχειρεί υλιστικές απαντήσεις σε ανοιχτά ακόμη ερωτήματα, χωρίς να αναθέτει απλώς τον ιστορικό του αντίλογο στο πεδίο της ιδεολογικής ταξικής πάλης στους μαρξιστές «ειδήμονές» του.
Ενός μορφωτικού κινήματος με αναλυτικά εργαλεία τις έννοιες του κοινωνικού σχηματισμού, των τρόπων παραγωγής, των κοινωνικών σχέσεων, τάξεων και της ιδεολογίας. Ενός κινήματος που θα αξιοποιεί τη συμβολή της κοινωνικής ιστορίας και της πολιτικής θεωρίας και θα έρχεται σε ρήξη με τις παλιές και νέες εκδοχές του ιδεαλισμού, τις τρέχουσες μεταμοντέρνες θεωρίες του συρμού και την κυρίαρχη ιδεολογία. Ενός μορφωτικού κινήματος ανοιχτού και εκ των πραγμάτων πειραματικού, που θα χρωματίζει με έντυπο υλικό, αντιθεσμούς, πρωτοβουλίες και συζητήσεις στον δημόσιο λόγο και θα επιδιώκει απαντήσεις και εξηγήσεις για μια μάχιμη κοινωνική πρακτική, με όλη την αντιφάτικότητα αλλά και τον πλούτο αυτής της διαδικασίας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Βουρνάς Τάσος, Σύντομη ιστορία της ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα: Πατάκης, 2007
Μηλιός Γιάννης, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Αθήνα: Κριτική, 2000
Μηλιός Γιάννης, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997
Ξιφαράς Δημήτρης, «Η “ακατάλυτη συνέχεια” του ελληνισμού: ορισμένες επίκαιρες σκέψεις για την “εθνική ιστορία”» (μέρος Α'), Θέσεις, τ. 42
Ξιφαράς Δημήτρης, «Η “ακατάλυτη συνέχεια” του ελληνισμού: ορισμένες επίκαιρες σκέψεις για την “εθνική ιστορία”» (μέρος Β΄), Θέσεις, τ. 43
Σκοπετέα Έλλη, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα: Πολύτυπο, 1988