1 Μαρτίου 2016

Ο “διάλογος” άρχισε...με ποιους και για ποιους όμως;

Μετά την απόσυρση του νομοσχεδίου Μπαλτά και ενόψει της κατάθεσης του νομοσχεδίου για την Παιδεία που η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί στην τρόικα στα πλαίσια του 3ου Μνημονίου, εκκίνησε ο λεγόμενος “εθνικός διάλογος για την Παιδεία”.

Ότι εκκινεί “διάλογος”, ότι τα θέματα της παιδείας είναι “ανοιχτά προς συζήτηση” και “όλα πάνω στο τραπέζι”, έχει άλλοτε εξαγγελθεί και από άλλους υπουργούς Παιδείας, όπως ο Κ.Μητσοτάκης και η Μ.Γιαννάκου. Όλες αυτές τις φορές ο “διάλογος” αποτέλεσε μια επίφαση νομιμοποίησης των κάθε φορά επιδιωκώμενων αντιεκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Ο διεξαγόμενος “διάλογος” επενδύεται από μια σειρά ιδεολογημάτων. Μας λένε πως είναι υπερκομματικός και διαδικαστικά ουδέτερος, πώς εμπλέκει όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και θα συμβάλλουν σε αυτόν ουδέτεροι “ειδικοί”-τεχνοκράτες. Αυτό που δε μας λένε, είναι ότι η “επιτροπή για τον εθνικό διάλογο”, απαρτίζεται στην πραγματικότητα από μια χούφτα καθηγητών και εκπαιδευτικών που τα προηγούμενα χρόνια έχουν εκφράσει αντιδραστικές θέσεις και έχουν στηρίξει ενεργά τις επιδιώξεις των προηγούμενων κυβερνήσεων για την παιδεία. Ενδεικτική περίπτωση είναι ο ίδιος ο πρόεδρος της επιτροπής, Α. Λιάκος, καθηγητής της Φιλοσοφικής, που σε πρόσφατη συνέντευξή του υποστήριξε την στέρηση της διδακτικής επάρκειας από τους αποφοίτους καθηγητικών σχολών και τη διαρκή επανακατάρτηση τους με ίδιο κόστος, την κατάργηση της χορήγησης συγγραμμάτων, τη μετατροπή της πανεπιστημιούπολης σε mall, τη συγχώνευση/κατάργηση τμημάτων και σχολών.

Ο ψευδεπίγραφος “διάλογος” ως δήθεν κατάληξη μιας φαντασιακής κουβέντας με τους φορείς και τους εμπλεκόμενους στην παιδεία (καθηγητές, φοιτητές κλπ), στην πραγματικότητα αποσκοπεί στο να επικυρώσει ήδη συμφωνημένες τα προηγούμενα χρόνια κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Το 3ο μνημόνιο αναφέρεται ρητά στην ανάγκη αξιολόγησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την περεταίρω συμμόρφωσή της με τις διατάξεις της Μπολόνια και της Ρίγας και της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, του άρματος δηλαδή του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού.
Το νέο νομοσχέδιο λοιπόν πρόκειται να ενισχύσει την εισχώρηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και παραγόντων στις σχολές και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας από εταιρείες, προς εναρμόνισή τους με τις ανάγκες της αγοράς με βασικό μοχλό πίεσης την όλο και εντονότερη υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων, που τα πιέζει στην εύρεση πόρων από ιδιωτικές πηγές. Θα εξακολουθήσει ταυτόχρονα να προωθεί την αποστοίχιση επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία μας, μέσω της διάσπασής τους (βλ διδακτική επάρκεια για τις καθηγητικές σχολές όπως η δική μας), καλώντας παράλληλα τους φοιτητές σε ένα κυνήγι προσόντων για τον ατομικό τους φάκελο-διαβατήριο στην αγορά εργασίας, εντείνοντας έτσι τάσεις ανταγωνισμού μεταξύ τους, ώστε να τους αποκλείσει και από συλλογικές αναπαραστάσεις διεκδίκησης τόσο ως φοιτητές όσο και ως εργαζόμενους. Επιπλέον, θα βασιστεί στη διαδικασία αξιολόγησης που χωρίζει τα τμήματα σε καλά και κακά με κριτήριο το κατά πόσον τα τμήματα έχουν εναρμονιστεί με τις παραπάνω κατευθύνσεις και τη σύνδεση των σχολών με τις ανάγκες της αγοράς προοικονομώντας συγχωνεύσεις και καταργήσεις  τμημάτων, ένα νέο σχέδιο Αθηνά.

Στη Φιλοσοφική, διαφαίνεται μια σειρά όψεων αυτών των κατευθύνσεων. Στο Ιστορικό Αρχαιολογικό, εισάγεται ένα μονοετές, αγγλόφωνο μεταπτυχιακό αρχαιολογίας με δίδακτρα που ανέρχονται στα 5000ευρώ. Αν και από πλευράς κομματιού των καθηγητών δικαιολογείται ως η καλύτερη δυνατή λύση για την αυτοχρηματοδότηση των λοιπών προς το παρόν δωρεάν μεταπτυχιακών προγραμμάτων, πρέπει να μας είναι σαφές ότι η έγκρισή του θα προλειάνει το έδαφος για τη γενίκευση των διδάκτρων και στα υπόλοιπα μεταπτυχιακά. Αυτό άλλωστε έχει ήδη συμβεί στη Φιλοσοφική με τη διευρυμένη επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά της Ψυχολογίας όπου ένα μεταπτυχιακό κλινικής ψυχολογίας κοστίζει λίγο πολύ 10.000 ευρώ. Δεν πρόκειται ωστόσο για το μοναδικό ζήτημα του τμήματος, αφού από φέτος οι τεταρτοετείς φοιτητές καλούνται να κάνουν την πρακτική τους αμισθί, λόγω της διακοπής  της χρηματοδότησής της από ΕΣΠΑ. Ακόμη, στο τμήμα, στο φόντο της υποχρηματοδότησης αλλά και του τρόπου που επιλέγουν να το χειριστούν καθηγητής και διοίκηση, έχει προκύψει μια κατάσταση όπου στο μάθημα του Π. Ρούσσου, οι φοιτητές δεν χωρούν στο αμφιθέατρο και όταν διαμαρτύρονται τους απαντάται ότι ούτε να προσληφθεί επαρκές διδακτικό προσωπικό είναι δυνατό, ούτε να κάνει δύο φορές την εβδομάδα το μάθημα ο κ.Ρούσσος, ούτε καν να γίνεται το μάθημα στην κλειστή τα τελευταία χρόνια για τους φοιτητές, AULA.


Απέναντι στο νέο νομοσχέδιο και τη συνολική πολιτική της οποίας αποτελεί αιχμή του δόρατος, είναι ανάγκη να απαντήσουμε. Να απονομιμοποιήσουμε τον ψεύτικο “διάλογο”, δείχνοντας ότι δεν μας συνέχει μια συζήτηση που γίνεται σε κλειστές αίθουσες από νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες, αλλά ότι το μόνο πεδίο πραγματικού διαλόγου βρίσκεται στις συλλογικές μας διαδικασίες, στις γενικές μας συνελέυσεις. Να μη σταματάμε να αγωνιζόμαστε μέχρι να πάρουμε πίσω όλα όσα μας ανήκουν, για δημόσια και δωρεάν παιδεία, για ζωή και εργασία με δικαιώματα κι αξιοπρέπεια!